επιστημοσύνη

επιστημοσύνη
η
η ιδιότητα, το γνώρισμα του επιστήμονα, η πλήρης και τέλεια γνώση της επιστήμης με την οποία ασχολείται κάποιος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιστημοσύνη — skill fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιστημοσύνη — η (AM ἐπιστημοσύνη) [επιστήμων] νεοελλ. η γνώση τής επιστήμης με την οποία ασχολείται κανείς αρχ. επιστήμη, γνώση …   Dictionary of Greek

  • ἐπιστημοσύνης — ἐπιστημοσύνη skill fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ράνσιμαν — (Runsiman). Οικογένεια Άγγλων ιστορικών και πολιτικών. 1. Γουόλτερ. Πολιτικός (1870 – 1949). Εξελέγη βουλευτής και διετέλεσε υπουργός Παιδείας (1908), Γεωργίας (1911) και Εμπορίου (1914) και από το 1938 μέχρι τον επόμενο χρόνο, πρόεδρος του… …   Dictionary of Greek

  • εμπειρισμός — ο 1. το να είναι κανείς εμπειρικός (βλ. λ.) ή το να γίνεται κάτι με την πείρα μόνο, χωρίς επιστημοσύνη. 2. (φιλοσ.), η εμπειριαρχία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”